διορρούμαι

διορρούμαι
διορροῡμαι και διοροῡμαι (-όομαι) (Α) [ορ(ρ)ός]
(για το αίμα και το για το γάλα) γίνομαι ορώδης, μεταβάλλομαι σε ορό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διόρρωσις — διόρρωσις, η (Α) [διορρούμαι] η μεταβολή σε ορό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”